καταλυκουργίζω

καταλυκουργίζω
καταλῠκουργίζω,
A press the laws of Lycurgus against,

τῆς ἀνθρωποπαθείας Alciphr.2.1

.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • καταλυκουργίζω — (Α) κάνω χρήση τών νόμων τού Λυκούργου εναντίον κάποιου. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + λυκουργίζω (< Λυκοῦργος), τ. που απαντά μόνο στο παρόν σύνθ. ρ.] …   Dictionary of Greek

  • καταλυκουργίζοντες — καταλυκουργίζω press the laws of Lycurgus against pres part act masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”